Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κἠγών — ἐγών , ἐγώ I at least masc/fem nom/voc 1st sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηγώ — κἠγώ και κἠγών (Α) (δωρ. τ.) κράση τού καὶ ἐγώ … Dictionary of Greek